άσωμος

άσωμος
-η, -ο
αυτός που παρουσιάζει ασωμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄσωμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωμον — ἄσωμος masc/fem acc sg ἄσωμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՄԱՐՄԻՆ — (մնոյ, ոց.) NBH 1 0201 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 11c, 12c ա. ἁσώματος, ἅσωμος incorporeus, ἅσαρκος carnis expers Որ չունի զմարմին, զմիս, եւ զնիւթ. հոգեղէն. աննիւթ. իմանալի. ... *Անմարմնոյ աստուծոյ. Շ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”